μετάληψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μετάληψῐς | αἱ | μεταλήψεις |
| γενική | τῆς | μεταλήψεως | τῶν | μεταλήψεων |
| δοτική | τῇ | μεταλήψει | ταῖς | μεταλήψεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μετάληψῐν | τὰς | μεταλήψεις |
| κλητική ὦ! | μετάληψῐ | μεταλήψεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταλήψει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεταληψέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετάληψις < μεταλαμβάνω, μετά-ληψ- + -ις (-ψις)
Ουσιαστικό
μετάληψις, -εως θηλυκό
- συμμετοχή
- (σχήμα λόγου) ρητορικό σχήμα για τη χρήση όρου αντί άλλου
- (ελληνιστική σημασία , εκκλησιαστικός όρος) η Θεία Ευχαριστία
Σύνθετα
- ἀντιμετάληψις
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταλαμβάνω, μετά, λῆψις και λαμβάνω
Πηγές
- μετάληψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετάληψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.