crossover

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
crossover (en)
- η μετάβαση
- (γενετική) ο επιχιασμός
- μουσικό ή άλλο έργο τέχνης που συνδυάζει διαφορετικά είδη - συνήθως ευρείας αποδοχής
- για αποτέλεσμα τεχνολογικού ή πολυεπιστημονικού συνδιασμού ή για κάτι που έχει ποικίλες εφαρμογές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.