crossover

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

crossover (en)

  1. η μετάβαση
  2. (γενετική) ο επιχιασμός
  3. μουσικό ή άλλο έργο τέχνης που συνδυάζει διαφορετικά είδη - συνήθως ευρείας αποδοχής
  4. για αποτέλεσμα τεχνολογικού ή πολυεπιστημονικού συνδιασμού ή για κάτι που έχει ποικίλες εφαρμογές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.