μεσοπελαγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσοπελαγικός | η | μεσοπελαγική | το | μεσοπελαγικό |
| γενική | του | μεσοπελαγικού | της | μεσοπελαγικής | του | μεσοπελαγικού |
| αιτιατική | τον | μεσοπελαγικό | τη | μεσοπελαγική | το | μεσοπελαγικό |
| κλητική | μεσοπελαγικέ | μεσοπελαγική | μεσοπελαγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσοπελαγικοί | οι | μεσοπελαγικές | τα | μεσοπελαγικά |
| γενική | των | μεσοπελαγικών | των | μεσοπελαγικών | των | μεσοπελαγικών |
| αιτιατική | τους | μεσοπελαγικούς | τις | μεσοπελαγικές | τα | μεσοπελαγικά |
| κλητική | μεσοπελαγικοί | μεσοπελαγικές | μεσοπελαγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.so.pe.la.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐πε‐λα‐γι‐κός
Επίθετο
μεσοπελαγικός, -ή, -ό
-
Θαλάσσια διαστρωμάτωση στη Βικιπαίδεια

- επιπελαγικός - μεσοπελαγικός - βαθυπελαγικός - αβυσσοπελαγικός / αβυσσαίος - πλουτώνιος
- μεσοπέλαγα (άλλη σημασία)
Αναφορές
- Εγκυκλοπαίδεια Britannica, λήμμα marine environments, ανακτήθηκε στις 6/7/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.