μεσοπάτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεσοπάτωμα | τα | μεσοπατώματα |
| γενική | του | μεσοπατώματος | των | μεσοπατωμάτων |
| αιτιατική | το | μεσοπάτωμα | τα | μεσοπατώματα |
| κλητική | μεσοπάτωμα | μεσοπατώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσοπάτωμα < μεσο- + πάτωμα ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική mezzanino)
Ουσιαστικό
μεσοπάτωμα αρσενικό
Μεταφράσεις
μεσοπάτωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.