μεσόπατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσόπατος οι μεσόπατοι
      γενική του μεσόπατου των μεσόπατων
    αιτιατική τον μεσόπατο τους μεσόπατους
     κλητική μεσόπατε μεσόπατοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσόπατος < μεσο- + πάτος

Ουσιαστικό

μεσόπατος αρσενικό

  1. το μεσοπάτωμα
  2. πλαστικό ή δερμάτινο κομματάκι που τοποθετείται πάνω από τον πάτο ενός υποδήματος (και συνήθως στο πίσω μέρος)
     συνώνυμα: πατάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.