μεσόπατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεσόπατος | οι | μεσόπατοι |
| γενική | του | μεσόπατου | των | μεσόπατων |
| αιτιατική | τον | μεσόπατο | τους | μεσόπατους |
| κλητική | μεσόπατε | μεσόπατοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεσόπατος αρσενικό
- το μεσοπάτωμα
- πλαστικό ή δερμάτινο κομματάκι που τοποθετείται πάνω από τον πάτο ενός υποδήματος (και συνήθως στο πίσω μέρος)
Μεταφράσεις
μεσόπατος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.