ρεζές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρεζές | οι | ρεζέδες |
| γενική | του | ρεζέ | των | ρεζέδων |
| αιτιατική | τον | ρεζέ | τους | ρεζέδες |
| κλητική | ρεζέ | ρεζέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ρεζές
|
→ δείτε τη λέξη μεντεσές |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.