μελωδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μελωδικός | η | μελωδική | το | μελωδικό |
| γενική | του | μελωδικού | της | μελωδικής | του | μελωδικού |
| αιτιατική | τον | μελωδικό | τη | μελωδική | το | μελωδικό |
| κλητική | μελωδικέ | μελωδική | μελωδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μελωδικοί | οι | μελωδικές | τα | μελωδικά |
| γενική | των | μελωδικών | των | μελωδικών | των | μελωδικών |
| αιτιατική | τους | μελωδικούς | τις | μελωδικές | τα | μελωδικά |
| κλητική | μελωδικοί | μελωδικές | μελωδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μελωδικός < αρχαία ελληνική μελῳδικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.lo.ðiˈkos/
Επίθετο
μελωδικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη μελωδία
- Πάνω σ' αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους (Η ομιλία Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22-07-3012
- που ακούγεται σαν μελωδία
- έχει μελωδική φωνή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.