melodia

Εσπεράντο (eo)

Επίθετο

melodia (eo)

  1. μελωδικός



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
melodia melodie

melodia (it)

  1. (μουσική) η μελωδία



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

melodia (la) πληθυντικός : melōdiae

  1. μελωδία
  2. ευχάριστο τραγούδι
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική melodia melodiae
γενική melodiae melodiārum
δοτική melodiae melodiīs
αιτιατική melodiam melodiās
κλητική melodia melodiae
αφαιρετική melodiā melodiīs
(α' κλίση)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

melodia (pl) θηλυκό

  1. (μουσική) μελωδία

Συγγενικά

  • melodyczny
  • melodyjka
  • melodyjnie
  • melodyjność
  • melodyjny



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

melodia (pt) πληθυντικός : melodias

  1. (μουσική) η μελωδία



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

melodia (fi)

  1. (μουσική) η μελωδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.