μελισσώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μελισσώνας | οι | μελισσώνες |
| γενική | του | μελισσώνα | των | μελισσώνων |
| αιτιατική | τον | μελισσώνα | τους | μελισσώνες |
| κλητική | μελισσώνα | μελισσώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελισσώνας < ελληνιστική κοινή μελισσών < αρχαία ελληνική μέλισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.liˈso.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λισ‐σώ‐νας
Ουσιαστικό
μελισσώνας αρσενικό
Συγγενικά
- Μελισσώνας (τοπωνύμιο)
- → δείτε τη λέξη μέλισσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.