μελανοχίτωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μελανοχίτωνας | οι | μελανοχίτωνες |
| γενική | του | μελανοχίτωνα | των | μελανοχιτώνων |
| αιτιατική | τον | μελανοχίτωνα | τους | μελανοχίτωνες |
| κλητική | μελανοχίτωνα | μελανοχίτωνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μελανοχίτωνες με τον Μουσολίνι
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μελανοχίτωνας αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που φορά μαύρο χιτώνα (πουκάμισο)
- (ιστορία) μέλος της Εθελοντικής Πολιτοφυλακής Εθνικής Ασφάλειας (Milizia Volontaria per la Sicurezza Nationale, αρχικά MVSN), παραστρατιωτικής ιταλικής φασιστικής οργάνωσης που οργανώθηκε από τον Μπενίτο Μουσολίνι στο μεσοπόλεμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.