μεσοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσοπόλεμος οι μεσοπόλεμοι
      γενική του μεσοπόλεμου
& μεσοπολέμου
των μεσοπόλεμων
& μεσοπολέμων
    αιτιατική τον μεσοπόλεμο τους μεσοπόλεμους
& μεσοπολέμους
     κλητική μεσοπόλεμε μεσοπόλεμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσοπόλεμος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική entre-deux-guerres, μεσο- + -πόλεμος

Ουσιαστικό

μεσοπόλεμος αρσενικό

  1. (ιστορία) η χρονική περίοδος μεταξύ δύο πολέμων
  2. (ειδικότερα)  δείτε τη λέξη Μεσοπόλεμος

Συγγενικά

  • μεταπόλεμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.