ruche

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ruche ruches

ruche (fr) θηλυκό
Α.

  1. η κυψέλη
    - το καταφύγιο των μελισσών
    - το σμήνος των μελισσών
    - το μελίσσι
  2. (μεταφορικά) τόπος ασταμάτητης και οργανωμένης εργασίας
     συνώνυμα: fourmilière

Β.

 συνώνυμα: ruché
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.