μελάγχρους

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η μελάγχρους το μελάγχρουν
      γενική του/της μελάγχρου του μελάγχρου
    αιτιατική τον/τη μελάγχρου το μελάγχρουν
     κλητική μελάγχρους* μελάγχρουν*
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελάγχροες τα μελάγχροα
      γενική των μελαγχρόων των μελαγχρόων
    αιτιατική τους/τις μελάγχροες τα μελάγχροα
     κλητική μελάγχροες μελάγχροα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελάγχρους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελάγχρους < μέλας, μελάγ- + -χρους

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈlaŋ.xɾus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μελάγχρους

Επίθετο

μελάγχρους, -ους, -ουν

  • (σπάνιο, ανατομία) που έχει μελανίνη
    έκφραση: μελάγχρους ιστός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • μελάγχρους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μελάγχροος   > μελάγχρους τὸ μελάγχροον   > μελάγχρουν
      γενική τοῦ/τῆς μελαγχρόου   > μελάγχρου τοῦ μελαγχρόου   > μελάγχρου
      δοτική τῷ/τῇ μελαγχρό    > μελάγχρ τῷ μελαγχρό    > μελάγχρ
    αιτιατική τὸν/τὴν μελάγχροον   > μελάγχρουν τὸ μελάγχροον   > μελάγχρουν
     κλητική ! μελάγχροε     > μελάγχρους μελάγχροον   > μελάγχρουν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μελάγχροοι   > μελᾶγχροι τὰ μελάγχρο   > μελάγχρο
      γενική τῶν μελαγχρόων > μελάγχρων τῶν μελαγχρόων > μελάγχρων
      δοτική τοῖς/ταῖς μελαγχρόοις > μελάγχροις τοῖς μελαγχρόοις > μελάγχροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μελαγχρόους > μελάγχρους τὰ μελάγχρο   > μελάγχρο
     κλητική ! μελάγχροοι   > μελάγχροι μελάγχρο   > μελάγχρο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελαγχρόω   > μελάγχρω τὼ μελαγχρόω   > μελάγχρω
      γεν-δοτ τοῖν μελαγχρόοιν > μελάγχροιν τοῖν μελαγχρόοιν > μελάγχροιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελάγχρους < μέλας, μελάγ- + -χρους

Επίθετο

μελάγχρους, -ους, -ουν

  •  δείτε στο μελάγχροος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.