μελαμψός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελαμψός η μελαμψή το μελαμψό
      γενική του μελαμψού της μελαμψής του μελαμψού
    αιτιατική τον μελαμψό τη μελαμψή το μελαμψό
     κλητική μελαμψέ μελαμψή μελαμψό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελαμψοί οι μελαμψές τα μελαμψά
      γενική των μελαμψών των μελαμψών των μελαμψών
    αιτιατική τους μελαμψούς τις μελαμψές τα μελαμψά
     κλητική μελαμψοί μελαμψές μελαμψά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελαμψός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μελαμψός > *μελανοψός με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου [o] < (μελανός) μελαμ- + όψ(η) + -ός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.lamˈpsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μελαμψός

Επίθετο

μελαμψός -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μελαμψός < *μελανοψός με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου [o] < (μελανός < μέλας) μελαμ- + όψ(η) + -ός [1]

Επίθετο

μελαμψός -ή, -όν

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.