μειοψηφώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μειοψηφώ < μειοψηφ(ία) + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.o.psiˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μειοψηφώ

Ρήμα

μειοψηφώ, πρτ.: μειοψηφούσα, αόρ.: μειοψήφησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μειοψηφία

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.