μεθόριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
μεθόριος
- αυτός που αποτελεί τη μεθόριο, το σύνορο
- αυτός που βρίσκεται στα σύνορα
- η διαχωριστική γραμμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.