μεθόριος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μεθόριος < αρχαία ελληνική μεθόριος

Επίθετο

μεθόριος, -α/-ος, -ο

  • που βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα σε δύο περιοχές
μεθόριος γραμμή

Συνώνυμα


Ουσιαστικό

μεθόριος θηλυκό

  • η νοητή γραμμή που καθορίζει τα σύνορα δύο κρατών

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεθόριος < μετά + ὅρος (τροπή του -τ- σε -θ- λόγω της δασείας)

Επίθετο

μεθόριος

  1. αυτός που αποτελεί τη μεθόριο, το σύνορο
  2. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα
  3. η διαχωριστική γραμμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.