μεθομηρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεθομηρικός | η | μεθομηρική | το | μεθομηρικό |
| γενική | του | μεθομηρικού | της | μεθομηρικής | του | μεθομηρικού |
| αιτιατική | τον | μεθομηρικό | τη | μεθομηρική | το | μεθομηρικό |
| κλητική | μεθομηρικέ | μεθομηρική | μεθομηρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεθομηρικοί | οι | μεθομηρικές | τα | μεθομηρικά |
| γενική | των | μεθομηρικών | των | μεθομηρικών | των | μεθομηρικών |
| αιτιατική | τους | μεθομηρικούς | τις | μεθομηρικές | τα | μεθομηρικά |
| κλητική | μεθομηρικοί | μεθομηρικές | μεθομηρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεθομηρικός < μεθ- (μετα-) + ομηρικός < αρχαία ελληνική Ὁμηρικός / Ὅμηρος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.