μεθομηρικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεθομηρικά < μεθομηρικ(ός) +

Επίρρημα

μεθομηρικά

  • στην περίοδο μετά τον Όμηρο, μετά τον 8ο αιώνα
    Η σημασία της λέξης διαφοροποιήθηκε μεθομηρικά.

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεθομηρικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.