προομηρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προομηρικός η προομηρική το προομηρικό
      γενική του προομηρικού της προομηρικής του προομηρικού
    αιτιατική τον προομηρικό την προομηρική το προομηρικό
     κλητική προομηρικέ προομηρική προομηρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προομηρικοί οι προομηρικές τα προομηρικά
      γενική των προομηρικών των προομηρικών των προομηρικών
    αιτιατική τους προομηρικούς τις προομηρικές τα προομηρικά
     κλητική προομηρικοί προομηρικές προομηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προομηρικός < προ- + ομηρικός < αρχαία ελληνική Ὁμηρικός / Ὅμηρος

Επίθετο

προομηρικός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.