μεγαλομανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλομανής η μεγαλομανής το μεγαλομανές
      γενική του μεγαλομανούς* της μεγαλομανούς του μεγαλομανούς
    αιτιατική τον μεγαλομανή τη μεγαλομανή το μεγαλομανές
     κλητική μεγαλομανή(ς) μεγαλομανής μεγαλομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλομανείς οι μεγαλομανείς τα μεγαλομανή
      γενική των μεγαλομανών των μεγαλομανών των μεγαλομανών
    αιτιατική τους μεγαλομανείς τις μεγαλομανείς τα μεγαλομανή
     κλητική μεγαλομανείς μεγαλομανείς μεγαλομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mégalomane < mégalo(manie) + -mane < μεγαλο(μανία) + -μανής (διαφορετικό με την (ελληνιστική κοινή) μεγαλομανής 'μανιακός')[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.maˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαλομανής

Επίθετο

μεγαλομανής, -ής, -ές

  • που έχει μανία με τα μεγαλεία, που θέλει να μεγαλοπιάνεται, να δείχνει πλούσιος και να ζει πλούσια, να περιφρονεί το μέτριο
    Αυτή είναι καλός άνθρωπος, αλλά ο άντρας της είναι ένα μεγαλομανές τέρας.

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.