μεγαλιθικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλιθικός η μεγαλιθική το μεγαλιθικό
      γενική του μεγαλιθικού της μεγαλιθικής του μεγαλιθικού
    αιτιατική τον μεγαλιθικό τη μεγαλιθική το μεγαλιθικό
     κλητική μεγαλιθικέ μεγαλιθική μεγαλιθικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλιθικοί οι μεγαλιθικές τα μεγαλιθικά
      γενική των μεγαλιθικών των μεγαλιθικών των μεγαλιθικών
    αιτιατική τους μεγαλιθικούς τις μεγαλιθικές τα μεγαλιθικά
     κλητική μεγαλιθικοί μεγαλιθικές μεγαλιθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλιθικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mégalithique[1] < αρχαία ελληνική μέγας + λίθος

Επίθετο

μεγαλιθικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.