μεγαθήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεγαθήριο | τα | μεγαθήρια |
| γενική | του | μεγαθήριου & μεγαθηρίου |
των | μεγαθήριων & μεγαθηρίων |
| αιτιατική | το | μεγαθήριο | τα | μεγαθήρια |
| κλητική | μεγαθήριο | μεγαθήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγαθήριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Megatherium (ταξινομικό γένος) < αρχαία ελληνική μέγας + θηρίον. Μορφολογικά αναλύεται σε μεγα- + θηρίο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈθi.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐θή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
μεγαθήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
μεγαθήριο
Πηγές
- μεγαθήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεγαθήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.