μαμούθ

Νέα ελληνικά (el)

Απεικόνιση ενός μαμούθ.

Ετυμολογία

μαμούθ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mammouth < ρωσική мамонт (zώο του υπεδάφους)

Ουσιαστικό

μαμούθ ουδέτερο άκλιτο

  1. (παλαιοντολογία) γιγάντιο θηλαστικό, με δυο μεγάλους χαυλιόδοντες, που έχει εκλείψει από το πλειστόκαινο και ήταν συγγενής με τον σύγχρονο ελέφαντα
  2. (μεταφορικά) γιγαντιαίος, τεράστιος, υπερμεγέθης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.