μαμούθ
Νέα ελληνικά (el)

Απεικόνιση ενός μαμούθ.
Ετυμολογία
- μαμούθ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mammouth < ρωσική мамонт (zώο του υπεδάφους)
Ουσιαστικό
μαμούθ ουδέτερο άκλιτο
- (παλαιοντολογία) γιγάντιο θηλαστικό, με δυο μεγάλους χαυλιόδοντες, που έχει εκλείψει από το πλειστόκαινο και ήταν συγγενής με τον σύγχρονο ελέφαντα
- (μεταφορικά) γιγαντιαίος, τεράστιος, υπερμεγέθης
-
μαμούθ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.