ματσόλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ματσόλα | οι | ματσόλες |
| γενική | της | ματσόλας | — | |
| αιτιατική | τη | ματσόλα | τις | ματσόλες |
| κλητική | ματσόλα | ματσόλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ματσόλα (1) με κεφαλή από πλαστικό.
Ετυμολογία
- ματσόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική mazzola, υποκοριστικό του mazza < δημώδης λατινική *ma(t)tea < λατινική mateola < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *matn- / *mat- (τσάπα, υνί)
Ουσιαστικό
ματσόλα θηλυκό
- δικέφαλο σφυρί, παρόμοιο με τη βαριοπούλα και τον ματρακά, που έχει ξύλινη ή πλαστική κεφαλή αντί για σιδερένια και χρησιμοποιείται κυρίως σε επιφάνειες από ξύλο ή λαμαρίνα, λευκοσίδηρο
Συνώνυμα
- ξυλόσφυρο
- καλόσφυρο
-
mallet στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
δικέφαλο σφυρί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.