mallet
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
mallet
(en)
μικρό
σφυρί
που χρησιμοποιείται για την καθοδήγηση ενός άλλου εργαλείου, πχ σμίλης
σφύρα
(πχ. στο κροκέ)
ματσόλα
,
μαλακοσφύρα
, μαλλέτα, κόπανος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.