ματρακάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ματρακάς | οι | ματρακάδες |
| γενική | του | ματρακά | των | ματρακάδων |
| αιτιατική | τον | ματρακά | τους | ματρακάδες |
| κλητική | ματρακά | ματρακάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.tɾaˈkas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐τρα‐κάς
Ουσιαστικό
ματρακάς αρσενικό
- (εργαλείο) είδος σφυριού με βάρος πάνω από ένα κιλό, [2] σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή
- άλλες μορφές: μαντρακάς
- (προφορικό) όχημα,αυτοκίνητο ξεχαρβαλωμένο ή χαλασμένο, σακαράκα, σαράβαλο [3]
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- @slang.gr: από τον παρόμοιο ήχο των ξεκολλημένων εξαρτημάτων.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.