υνί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υνί | τα | υνιά |
| γενική | του | υνιού | των | υνιών |
| αιτιατική | το | υνί | τα | υνιά |
| κλητική | υνί | υνιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σύγχρονο άροτρο με υνιά.
Ετυμολογία
- υνί < μεσαιωνική ελληνική *ὑνίον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕνιον, υποκοριστικό του θηλυκού ὕνις [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐νί
- τονικό παρώνυμο: οίνοι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- υνί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ὑν(ν)ί(ον), γυνί, γενί - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.