μασημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μασημένος | η | μασημένη | το | μασημένο |
| γενική | του | μασημένου | της | μασημένης | του | μασημένου |
| αιτιατική | τον | μασημένο | τη | μασημένη | το | μασημένο |
| κλητική | μασημένε | μασημένη | μασημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μασημένοι | οι | μασημένες | τα | μασημένα |
| γενική | των | μασημένων | των | μασημένων | των | μασημένων |
| αιτιατική | τους | μασημένους | τις | μασημένες | τα | μασημένα |
| κλητική | μασημένοι | μασημένες | μασημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μασημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μασάω, μασώ
Μετοχή
μασημένος, -η, -ο
- που τον έχουν μασήσει
- αόριστος, ασαφής
- ※ Θα 'ξεραν βέβαια οι μεγάλοι, μα κανένας δε μιλάει - όλο και μασημένα λόγια ή σώπαιναν μπροστά μας. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
μασημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.