μασώ
Νέα ελληνικά (el)

Ένας σκύλος μασάει λιχουδιά.
Ετυμολογία
- μασώ < μεσαιωνική ελληνική μασῶ και μασίζω < αρχαία ελληνική μασάομαι-μασῶμαι αλλά και μαστάζω
Ρήμα
μασώ, παθητικό μασιέμαι, παθητική μετοχή μασημένος
- αλέθω την τροφή με τα δόντια μου κουνώντας συνεχώς τα σαγόνια μου
- χτυπώ κάτι με τα δόντια μου, χωρίς να το καταπίνω
- Μη μασάς το στυλό σου!
- (για μηχανήματα) καταστρέφω, τσαλακώνω, συνθλίβω κάτι που περνάει ανάμεσα σε κινούμενα τμήματα μηχανισμού
- Το στερεοφωνικό μου μάσησε μία κασέτα με ύστερη μεσαιωνική λυρική ποίηση του Guillaume de Machaut.
- (με άρνηση) δε μασάω: δεν πτοούμαι
- (αργκώ) τρώω την περιουσία και τα χρήματα άλλου ατόμου (συνήθως για γυναίκες που εκμεταλλεύονται οικονομικά έναν άντρα)
- παθητικό, για αντικείμενα, τρόφιμα
- Το κρέας πρέπει να μασιέται καλά για να χωνεύεται πιο εύκολα.
- Αυτό το χάπι δεν πρέπει να μασηθεί, αλλά να διαλυθεί στο στομάχι.
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μασάω - μασώ | μασούσα | θα μασάω - μασώ | να μασάω - μασώ | μασώντας | |
| β' ενικ. | μασάς | μασούσες | θα μασάς | να μασάς | μάσα - μάσαγε | |
| γ' ενικ. | μασάει - μασά | μασούσε | θα μασάει - μασά | να μασάει - μασά | ||
| α' πληθ. | μασάμε - μασούμε | μασούσαμε | θα μασάμε - μασούμε | να μασάμε - μασούμε | ||
| β' πληθ. | μασάτε | μασούσατε | θα μασάτε | να μασάτε | μασάτε | |
| γ' πληθ. | μασάν(ε) - μασούν(ε) | μασούσαν(ε) | θα μασάν(ε) - μασούν(ε) | να μασάν(ε) - μασούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μάσησα | θα μασήσω | να μασήσω | μασήσει | ||
| β' ενικ. | μάσησες | θα μασήσεις | να μασήσεις | μάσα - μάσησε | ||
| γ' ενικ. | μάσησε | θα μασήσει | να μασήσει | |||
| α' πληθ. | μασήσαμε | θα μασήσουμε | να μασήσουμε | |||
| β' πληθ. | μασήσατε | θα μασήσετε | να μασήσετε | μασήστε | ||
| γ' πληθ. | μάσησαν μασήσαν(ε) |
θα μασήσουν(ε) | να μασήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μασήσει | είχα μασήσει | θα έχω μασήσει | να έχω μασήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μασήσει | είχες μασήσει | θα έχεις μασήσει | να έχεις μασήσει | έχε μασημένο | |
| γ' ενικ. | έχει μασήσει | είχε μασήσει | θα έχει μασήσει | να έχει μασήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μασήσει | είχαμε μασήσει | θα έχουμε μασήσει | να έχουμε μασήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μασήσει | είχατε μασήσει | θα έχετε μασήσει | να έχετε μασήσει | έχετε μασημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν μασήσει | είχαν μασήσει | θα έχουν μασήσει | να έχουν μασήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μασημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μασημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μασημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μασημένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.