ξεφουρνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφουρνίζω < ξε- + φουρνίζω

Ρήμα

ξεφουρνίζω

  1. βγάζω ένα ψητό από το φούρνο
  2. λέω ένα ψέμα (που το μαγείρεψα, το έψησα προτού το σερβίρω για να το χάψει κάποιος)
    Αυτό το παιδί ξεφουρνίζει τα ψέματα με το κιλό
  3. αποκαλύπτω κάτι που δίσταζα να πω
    Δεν φαντάζεσαι τι μου ξεφούρνισε χτες η κόρη σου: είναι έγκυος και θέλει να παντρευτεί!

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.