πατινάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατινάδα | οι | πατινάδες |
| γενική | της | πατινάδας | των | πατινάδων |
| αιτιατική | την | πατινάδα | τις | πατινάδες |
| κλητική | πατινάδα | πατινάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πατινάδα θηλυκό
- άλλη μορφή του μαντινάδα
- είδος ερωτικού τραγουδιού
- ※ Θέλησα νὰ σοῦ κάμω μιὰ πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τὸ ζήτησες… εἶπες, γιατί νὰ μὴν παίζω ὅταν εἶμαι μονάχος, ὅπως κάνουν οἱ μερακλῆδες. Ἐγὼ σοῦ εἶπα, μὲ τὸ λαγοῦτο νὰ μὴν καταπιάνεσαι. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο γείτονας με το λαγούτο)
- ※ Η πατινάδα αποτελεί μία από τις βασικότερες κατηγορίες λαϊκών τραγουδιών της Απειράνθου και της Νάξου γενικότερα. Ανήκει στην ευρύτερη θεματική κατηγορία των εύθυμων τραγουδιών· (...) πρόκειται για ερωτικά, αισθηματικά και αρκετά νόστιμα τραγούδια, τα οποία με την παθιάρικη μουσική τους σκορπούν το άρωμα της πιο μεγάλης ψυχικής ομορφιάς απλότητας. (xefteri.wordpress.com, 2009)
- η εκτέλεση ερωτικών τραγουδιών στους δρόμους
- κρητικό δίστιχο ερωτικού περιεχομένου
- είδος ερωτικού τραγουδιού
Μεταφράσεις
πατινάδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.