δεκαπεντασύλλαβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαπεντασύλλαβος η δεκαπεντασύλλαβη το δεκαπεντασύλλαβο
      γενική του δεκαπεντασύλλαβου της δεκαπεντασύλλαβης του δεκαπεντασύλλαβου
    αιτιατική τον δεκαπεντασύλλαβο τη δεκαπεντασύλλαβη το δεκαπεντασύλλαβο
     κλητική δεκαπεντασύλλαβε δεκαπεντασύλλαβη δεκαπεντασύλλαβο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαπεντασύλλαβοι οι δεκαπεντασύλλαβες τα δεκαπεντασύλλαβα
      γενική των δεκαπεντασύλλαβων των δεκαπεντασύλλαβων των δεκαπεντασύλλαβων
    αιτιατική τους δεκαπεντασύλλαβους τις δεκαπεντασύλλαβες τα δεκαπεντασύλλαβα
     κλητική δεκαπεντασύλλαβοι δεκαπεντασύλλαβες δεκαπεντασύλλαβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεκαπεντασύλλαβος < (δεκαπέντε) δεκαπεντα- + -σύλλαβος (συλλαβή) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.ka.pen.daˈsi.la.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεκαπεντασύλλαβος

Επίθετο

δεκαπεντασύλλαβος, -η, -ο

  1. που έχει δεκαπέντε συλλαβές
  2. (μετρική) στίχος με δεκαπέντε μετρικούς πόδες
    ο στίχος του δημοτικού «Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν» είναι δεκαπεντασύλλαβος

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.