κοπλιμέντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοπλιμέντο | τα | κοπλιμέντα |
| γενική | του | κοπλιμέντου | των | κοπλιμέντων |
| αιτιατική | το | κοπλιμέντο | τα | κοπλιμέντα |
| κλητική | κοπλιμέντο | κοπλιμέντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοπλιμέντο < ιταλική complimento με αποβολή του m
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.