γλυκόλογο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γλυκόλογο | τα | γλυκόλογα |
| γενική | του | γλυκόλογου | των | γλυκόλογων |
| αιτιατική | το | γλυκόλογο | τα | γλυκόλογα |
| κλητική | γλυκόλογο | γλυκόλογα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γλυκόλογο ουδέτερο
- η τρυφερή, γλυκιά κουβέντα, συνήθως η ερωτική
Μεταφράσεις
γλυκόλογο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.