μακροοικονομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μακροοικονομία | οι | μακροοικονομίες |
| γενική | της | μακροοικονομίας | των | μακροοικονομιών |
| αιτιατική | τη | μακροοικονομία | τις | μακροοικονομίες |
| κλητική | μακροοικονομία | μακροοικονομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
μακροοικονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική macroéconomie < αρχαία ελληνική μακρός + οἰκονομία
Ουσιαστικό
μακροοικονομία θηλυκό
- (οικονομία) ο κλάδος της οικονομίας που ασχολείται με το ΑΕΠ και γενικά τα οικονομικά μιας χώρας
Συγγενικά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μακροοικονομία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.