ΑΕΠ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΑΕΠ <  :
  1. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν
  2. Ανώτατη Εκπαιδευτική Περιφέρεια
  3. Ανώτατη Επιτροπή Προμηθειών

Συντομομορφή

Α.Ε.Π. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο

  1. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν
  2. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο, η Ανώτατη Εκπαιδευτική Περιφέρεια και η Ανωτάτη Επιτροπή Προμηθειών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.