μακελάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μακελάρης | οι | μακελάρηδες |
| γενική | του | μακελάρη | των | μακελάρηδων |
| αιτιατική | τον | μακελάρη | τους | μακελάρηδες |
| κλητική | μακελάρη | μακελάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μακελάρης < μεσαιωνική ελληνική μακελλάρης < μακελλάριος < λατινική macellarius < αρχαία ελληνική μάκελλον (αντιδάνειο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.