μακελάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακελάρης οι μακελάρηδες
      γενική του μακελάρη των μακελάρηδων
    αιτιατική τον μακελάρη τους μακελάρηδες
     κλητική μακελάρη μακελάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακελάρης < μεσαιωνική ελληνική μακελλάρης < μακελλάριος < λατινική macellarius < αρχαία ελληνική μάκελλον (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

μακελάρης αρσενικό

  1. ο χασάπης
  2. (κατ’ επέκταση) ο σφαγέας (ανθρώπων)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.