μαιευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαιευτικός η μαιευτική το μαιευτικό
      γενική του μαιευτικού της μαιευτικής του μαιευτικού
    αιτιατική τον μαιευτικό τη μαιευτική το μαιευτικό
     κλητική μαιευτικέ μαιευτική μαιευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαιευτικοί οι μαιευτικές τα μαιευτικά
      γενική των μαιευτικών των μαιευτικών των μαιευτικών
    αιτιατική τους μαιευτικούς τις μαιευτικές τα μαιευτικά
     κλητική μαιευτικοί μαιευτικές μαιευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαιευτικός < αρχαία ελληνική

Επίθετο

μαιευτικός

  1. (φιλοσοφία) τρόπος συζήτησης που αποδίδεται στο Σωκράτη. Στη μαιευτική προσποιούμενος άγνοια και κάνοντας διαρκώς φαινομενικά αφελείς ερωτήσεις, καθοδηγείς ουσιαστικά τον συνομιλητή σου και εκμαιεύεις από αυτόν το ζητούμενο -για τον Σωκράτη, την αλήθεια.
  2. (ιατρική) σχετικός με τον τοκετό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.