maïeutique

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.jø.tik/

Ουσιαστικό

maïeutique (fr) θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) η μαιευτική
  2. παιδαγωγική μέθοδος που βασίζεται στον συλλογισμό

Επίθετο

maïeutique (fr)


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.