εκμαιεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκμαιεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

εκμαιεύω

  • αποσπώ επιθυμητή πληροφορία με πλάγιο τρόπο, αναγκάζω κάποιον πλαγίως να παραδεχθεί αυτό που επιθυμώ

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.