μαγνητοφώνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνητοφώνηση οι μαγνητοφωνήσεις
      γενική της μαγνητοφώνησης* των μαγνητοφωνήσεων
    αιτιατική τη μαγνητοφώνηση τις μαγνητοφωνήσεις
     κλητική μαγνητοφώνηση μαγνητοφωνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαγνητοφωνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγνητοφώνηση < μαγνητοφωνώ + -ση

Ουσιαστικό

μαγνητοφώνηση θηλυκό

  • η ενέργεια του μαγνητοφωνώ, η καταγραφή ήχου σε μαγνητικό ή ηλεκτρονικό μέσο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.