κασετόφωνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασετόφωνο τα κασετόφωνα
      γενική του κασετόφωνου των κασετόφωνων
    αιτιατική το κασετόφωνο τα κασετόφωνα
     κλητική κασετόφωνο κασετόφωνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κασετόφωνο < κασέτ(α) + -ό- + φων(ή) + -ο

Ουσιαστικό

κασετόφωνο ουδέτερο

  • κασσετόφωνο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.