μίλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μίλιον τὰ μίλι
      γενική τοῦ μιλίου τῶν μιλίων
      δοτική τῷ μιλί τοῖς μιλίοις
    αιτιατική τὸ μίλιον τὰ μίλι
     κλητική ! μίλιον μίλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μιλίω
γεν-δοτ τοῖν  μιλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική millia (πληθυντικός: χίλια) στη φράση mil(l)ia passum/passuum (γενική πληθυντικού του passus (βήμα)): χίλια βήματα [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μίλι

Ουσιαστικό

μίλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (μονάδα μέτρησης) το ρωμαϊκό μίλι (χίλια βήματα, οκτώ στάδια, 1.680 γιάρδες ή περίπου 1.535 μέτρα)

Συγγενικά

  • μιλιάζω
  • μιλιάριον
  • μιλιασμός
  • μιλιοδρομῶ (-έω)

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.