μήλινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μήλινος | η | μήλινη & μηλίνη |
το | μήλινο |
| γενική | του | μήλινου & μηλίνου |
της | μήλινης & μηλίνης |
του | μήλινου & μηλίνου |
| αιτιατική | τον | μήλινο | τη | μήλινη & μηλίνη |
το | μήλινο |
| κλητική | μήλινε | μήλινη & μηλίνη |
μήλινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μήλινοι | οι | μήλινες | τα | μήλινα |
| γενική | των | μήλινων & μηλίνων |
των | μήλινων & μηλίνων |
των | μήλινων & μηλίνων |
| αιτιατική | τους | μήλινους & μηλίνους |
τις | μήλινες | τα | μήλινα |
| κλητική | μήλινοι | μήλινες | μήλινα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μήλινος < αρχαία ελληνική μήλινος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.li.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μή‐λι‐νος
Επίθετο
μήλινος, -ινη/-ίνη, -ο
- που έχει σχέση με τα μήλα ή από το δέντρο τα οποία προέρχονται
- που πηγάζει από τα μήλα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μήλινος
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μήλινος | ἡ | μηλίνη | τὸ | μήλινον |
| γενική | τοῦ | μηλίνου | τῆς | μηλίνης | τοῦ | μηλίνου |
| δοτική | τῷ | μηλίνῳ | τῇ | μηλίνῃ | τῷ | μηλίνῳ |
| αιτιατική | τὸν | μήλινον | τὴν | μηλίνην | τὸ | μήλινον |
| κλητική ὦ! | μήλινε | μηλίνη | μήλινον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μήλινοι | αἱ | μήλιναι | τὰ | μήλινᾰ |
| γενική | τῶν | μηλίνων | τῶν | μηλίνων | τῶν | μηλίνων |
| δοτική | τοῖς | μηλίνοις | ταῖς | μηλίναις | τοῖς | μηλίνοις |
| αιτιατική | τοὺς | μηλίνους | τὰς | μηλίνᾱς | τὰ | μήλινᾰ |
| κλητική ὦ! | μήλινοι | μήλιναι | μήλινᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηλίνω | τὼ | μηλίνᾱ | τὼ | μηλίνω |
| γεν-δοτ | τοῖν | μηλίνοιν | τοῖν | μηλίναιν | τοῖν | μηλίνοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μήλινος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
μήλινος, -η, -ον
- αιολικός, δωρικός & βοιωτικός τύπος : μάλινος
Πηγές
- μήλινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.