Μάρτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μάρτης | οι | Μάρτηδες |
| γενική | του | Μάρτη | των | Μάρτηδων |
| αιτιατική | τον | Μάρτη | τους | Μάρτηδες |
| κλητική | Μάρτη | Μάρτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μάρτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μάρτης < ελληνιστική κοινή Μάρτιος με αποφυγή χασμωδίας < λατινική martius < Mars
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.