ἀπόμακτρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀπόμακτρον | τὰ | ἀπόμακτρᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀπομάκτρου | τῶν | ἀπομάκτρων |
| δοτική | τῷ | ἀπομάκτρῳ | τοῖς | ἀπομάκτροις |
| αιτιατική | τὸ | ἀπόμακτρον | τὰ | ἀπόμακτρᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀπόμακτρον | ἀπόμακτρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπομάκτρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπομάκτροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἀπόμακτρον ουδέτερο
- η απομάκτρα, ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν το σιτάρι στο σωστό ύψος ώστε να ζυγιστεί
Πηγές
- ἀπόμακτρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπόμακτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.