χειρόμακτρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χειρόμακτρον τὰ χειρόμακτρ
      γενική τοῦ χειρομάκτρου τῶν χειρομάκτρων
      δοτική τῷ χειρομάκτρ τοῖς χειρομάκτροις
    αιτιατική τὸ χειρόμακτρον τὰ χειρόμακτρ
     κλητική ! χειρόμακτρον χειρόμακτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χειρομάκτρω
γεν-δοτ τοῖν  χειρομάκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειρόμακτρον < (χείρ) χειρό- + μάκτρον (μάσσω)

Ουσιαστικό

χειρόμακτρον ουδέτερο

  1. πετσέτα για τα χέρια για το σκούπισμα των χεριών
  2. γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.