λυτρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυτρωμένος η λυτρωμένη το λυτρωμένο
      γενική του λυτρωμένου της λυτρωμένης του λυτρωμένου
    αιτιατική τον λυτρωμένο τη λυτρωμένη το λυτρωμένο
     κλητική λυτρωμένε λυτρωμένη λυτρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυτρωμένοι οι λυτρωμένες τα λυτρωμένα
      γενική των λυτρωμένων των λυτρωμένων των λυτρωμένων
    αιτιατική τους λυτρωμένους τις λυτρωμένες τα λυτρωμένα
     κλητική λυτρωμένοι λυτρωμένες λυτρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λυτρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου λυτρώνω

Μετοχή

λυτρωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.