λυπητερή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λυπητερή | οι | λυπητερές |
| γενική | της | λυπητερής | των | λυπητερών |
| αιτιατική | τη | λυπητερή | τις | λυπητερές |
| κλητική | λυπητερή | λυπητερές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λυπητερή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λυπητερός < μεσαιωνική ελληνική λυπητερός < αρχαία ελληνική λυπέω / λυπῶ
Ουσιαστικό
λυπητερή θηλυκό
- (μεταφορικά) ο λογαριασμός που πρέπει να πληρωθεί
- ※ Μετά τις 100.000 «λυπητερές» που απέστειλε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για απόκρυψη εισοδήματος στις φορολογικές δηλώσεις του 2015 από αναδρομικά συντάξεων και έσοδα από το Airbnb, το επιχειρησιακό σχέδιο προβλέπει ότι εντός του έτους θα ταχυδρομήσει 15.000 εκκαθαριστικά με φόρο κατ’ εκτίμηση για το εισόδημα που προκύπτει με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η φορολογική αρχή. (Εφημερίδα των Συντακτών, 15.05.2021)
Σημειώσεις
- συνήθως μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
λυπητερή
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λυπητερή
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.