ΑΑΔΕ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΑΑΔΕ < Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων

Προφορά

ΔΦΑ : /a.aˈðe/

Συντομομορφή

Α.Α.Δ.Ε. θηλυκό ακρωνύμιο

  • (οικονομία) ελληνική αρχή υπεύθυνη για τη συλλογή των δημοσίων εσόδων
      Χιλιάδες φορολογούμενοι έχουν ήδη λάβει μήνυμα από την ΑΑΔΕ προκειμένου να δικαιολογήσουν αδήλωτα εισοδήματα, διαφορετικά μέχρι το τέλος του έτους θα φορολογηθούν για τα ποσά που εντόπισε η εφορία.
    Προκόπης Χατζηνικολάου, Εφορία: Τελευταίο «καμπανάκι» για χιλιάδες φορολογουμένους, Η Καθημερινή, 8 Δεκεμβρίου 2021

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.